- νεόσπειστος
- νεό-σπειστος, ον,A newly poured as an offering, f.l. in Nonn.D.19.177.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόσπειστος — νεόσπειστος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε πρόσφατα σε σπονδές («νεοσπείστου νέον οἶνον ὀπώρης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπειστος (< σπένδω), πρβλ. ά σπειστος] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek